- εὐπροσωπῶ
- εὐπροσωπέωmake a good showpres subj act 1st sg (attic epic doric)εὐπροσωπέωmake a good showpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπροσωπώ — εὐπροσωπῶ, έω (ΑΜ) [ευπρόσωπος] μσν. αποτολμώ αρχ. 1. κάνω καλή εντύπωση 2. παρουσιάζω ευχάριστη όψη … Dictionary of Greek
εὐπροσώπῳ — εὐπρόσωπος fair of face masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπροσωπίζομαι — εὐπροσωπίζομαι (Α) [ευπρόσωπος] ευπροσωπώ … Dictionary of Greek